Μήπως η ελληνική κρίση παρασύρει και το ΔΝΤ;

[δημοσιεύτηκε στη Huffington Post, 20/11/2012]

Το μέλλον της Ελλάδας δεν είναι το μόνο που διακυβεύεται αυτές τις μέρες. Μαζί με την Ελλάδα, δυσκολίες αντιμετωπίζει και το ΔΝΤ καθώς δέχεται κριτική από την Ευρώπη και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.

Η Ελλάδα του χρέους, που μόλις πέρασε ένα επιπρόσθετο και αμφιλεγόμενο «πακέτο» λιτότητας (ύψους 13,5 δισ. ευρώ) από το Κοινοβούλιο στις 8 Νοεμβρίου, περιμένει ακόμα τη δόση του δανείου των –τουλάχιστον- 31,5 δισ. ευρώ. Αυτή η δόση αποτελεί τμήμα του δανείου των 240 δισ. ευρώ της τρόικας των δανειστών της χώρας (η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), το οποίο εγκρίθηκε την άνοιξη του 2010 και είχε στόχο να βοηθήσει την Ελλάδα να λύσει το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετώπιζε και να καταστήσει το χρέος βιώσιμο μέχρι το 2020. Συνολικά, έχουν διατεθεί στην Ελλάδα μέχρι στιγμής κονδύλια ύψους 150 δισ. ευρώ. Η καθυστέρηση της τελευταίας δόσης οφείλεται στο γεγονός ότι το ΔΝΤ και οι Ευρωπαίοι εταίροι του δεν συμμερίζονται πλέον τις ίδιες αντιλήψεις σχετικά με τη λύση που έχουν προκρίνει.

Η οικονομική κρίση της Ελλάδας και εκείνη του ευρώ έχει μεγεθύνει τις διαφορές μεταξύ του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων εταίρων του. Το ΔΝΤ, το οποίο συστάθηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την εντολή να παρέχει οικονομική βοήθεια στη βαριά πληγωμένη από τον πόλεμο Ευρώπη, και να προλαμβάνει βαθιές και παρατεταμένες οικονομικές κρίσεις όπως αυτή της Μεγάλης Ύφεσης, βρέθηκε τώρα στην αλλόκοτη θέση να βοηθά μία πλούσια χώρα με δομικές ανεπάρκειες.

Τι συμβαίνει τώρα;

Στην επικαιρότητα σήμερα βρίσκεται το πώς το ΔΝΤ και οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης προσπαθούν να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση για την ελληνική κρίση. Διασταύρωσαν τα ξίφη τους για το πώς πρέπει να μειωθεί το χρέος της Ελλάδας στα βιώσιμα επίπεδα του 120% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Με τις οικονομικές όμως προβλέψεις να το τοποθετούν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα (189% το 2013 από 175% το 2012), το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι το χρέος είναι μη βιώσιμο και ότι η Ελλάδα δεν θα καταφέρει ποτέ να το αποπληρώσει. Το Ταμείο επιμένει πως όποια πρόταση υπερβαίνει το στόχο του 120% για το 2020 είναι ανέφικτη.

Η Ευρωζώνη (κυρίως η Γερμανία – η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και αυτή που συνεισφέρει το μεγαλύτερο μέρος στα κονδύλια για τη διάσωση της Ε.Ε.) έχει συμφωνήσει να παρατείνει την προθεσμία αποπληρωμής του δανείου για δύο χρόνια (από το 2014 στο 2016). Το Ταμείο, ωστόσο, εξακολουθεί να το κρίνει μη βιώσιμο και ζητά μια δραστική αναδιάρθρωση του επίσημου χρέους της Ελλάδας, ούτως ώστε η χώρα να μπορέσει να πετύχει να φέρει το χρέος της στο αναμενόμενο επίπεδο του ΑΕΠ. Η Ευρωζώνη, παρ’ όλα αυτά, δεν δείχνει προθυμία για μία επιπλέον αναδόμηση χρέους για την Ελλάδα γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε απώλειες για τα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου που έχει στην κατοχή της.

Μένει να δούμε πώς οι δύο πλευρές θα επιλύσουν το ζήτημα. Το αποτέλεσμα του σημερινού Eurogroup [σ.σ.: πραγματοποιήθηκε έκτακτο Eurogroup στις 20 Νοεμβρίου] μπορεί να καταλήξει σε κάποια απόφαση, αλλά δεν νομίζω ότι θα συνιστά μια συνολική λύση επειδή η σημερινή κατάσταση παραμένει εξαιρετικά δύσκολη και η πρόβλεψη για τον επόμενο χρόνο είναι μάλλον ζοφερή – όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γαλλία.

Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι το ΔΝΤ διαθέτει τεχνογνωσία μισού αιώνα καθώς και μία αδιαμφισβήτητη φήμη στη διαχείριση των οικονομικών κρίσεων. Αυτό σημαίνει ότι καμία «συνταγή» για λύση στην ελληνική κρίση δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή αν δεν συμπεριλαμβάνει το ΔΝΤ. Οι οικονομικές αγορές θα αντιδράσουν άσχημα στην απόσυρση του ΔΝΤ. Συνεπώς, η συμμετοχή του Ταμείου είναι κομβικής σημασίας. Αυτός είναι ο λόγος που είναι απολύτως απαραίτητη μία λύση που θα αποκαθιστά τη σχέση μεταξύ του ΔΝΤ και των εταίρων του από την Ευρωζώνη.

Στην περίπτωση που το ΔΝΤ ενδώσει στους δύο Ευρωπαίους δανειστές- εταίρους του, το κύρος του θα μειωθεί και είναι πολύ πιθανό να υποστεί πλήγμα η φήμη του. Το Ταμείο έχει βρεθεί σε μία εξαιρετικά δύσκολη θέση και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το Ταμείο αφέθηκε να εμπλακεί στις πολιτικές της Ευρωζώνης όταν αποφάσισε να συνεργαστεί με δύο πολιτικά ευφυείς οργανισμούς: την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η μόνη διέξοδος, πλέον, από αυτή τη δύσκολη θέση για το ΔΝΤ είναι να εμμείνει στο «οπλοστάσιό» του και να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους του να ακολουθήσουν το δρόμο που χαράσσει.

Αυτό σημαίνει ότι το Ταμείο πρέπει να αφήσει στην άκρη τις πολιτικές και να επιστρέψει στα βασικά. Η πολιτική δεν είναι η δουλειά του. Αντιθέτως, καθίσταται πλέον επείγουσα η ανάγκη να αρχίσει να χρησιμοποιεί περισσότερο την τεχνογνωσία του. Σε τελική ανάλυση το κρίσιμο σε ό,τι αφορά το ΔΝΤ δεν είναι να προστεθεί στη χορεία εκείνων που παρέχουν μόνιμα τρόπο απεγκλωβισμού, αλλά το να αποτελέσει μια καθοριστική πηγή τεχνογνωσίας και βέλτιστων πρακτικών για την Ελλάδα.

Η εσφαλμένη διάγνωση της κρίσης

Όπως έχω τονίσει επανειλημμένως, η κρίση της Ελλάδας διαγνώσθηκε εσφαλμένως από την αρχή. Δεν ήταν μία λογιστική κρίση ή μία κρίση ρευστότητας. Η Ελλάδα δεν βίωνε μια προσωρινή κρίση ρευστότητας ώστε με την απαραίτητη βοήθεια να επιστρέψει στη σωστή πορεία. Η Ελλάδα δεν εκτροχιάστηκε ξαφνικά μία μέρα, οι σιδηροτροχιές ήταν από καιρό διαλυμένες. Η κρίση της Ελλάδας είναι μία χαρακτηριστική δομική κρίση που παράγει υψηλά ποσοστά άτυπης (μαύρης) οικονομίας. Αποτελεί, πραγματικά, τυπική περίπτωση.

Εν τέλει, το ΔΝΤ μαζί με τους δύο ευρω-εταίρους του επενέβησαν στην Ελλάδα με ένα πρόγραμμα προσαρμογής που υποτιμούσε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Θεωρώντας ότι μια μικρή δόση λιτότητας θα έφερνε αποτελέσματα, η ανάγκη για δομικές αλλαγές αναφέρθηκε μόνο και μόνο για να αναφερθεί. Κανείς από τους τρεις δανειστές εταίρους δεν έχει την τεχνογνωσία να εφαρμόσει τέτοιες αλλαγές. Συνήθως, αυτό είναι δουλειά της Παγκόσμιας Τράπεζας – που απουσιάζει από αυτόν το συνεταιρισμό. Η κατάληξη ήταν η χώρα να επιδείξει μηδαμινή ικανότητα στην πραγμάτωση τέτοιων μεταρρυθμίσεων, ενώ η ύφεση γινόταν διαρκώς βαθύτερη.

Στο κέντρο λήψης αποφάσεων φαίνεται ότι υποεκτιμήθηκαν οι διαλυμένες σιδηροτροχιές που αφορούν στην παραγωγικότητα της Ελλάδας – τα δυσβάσταχτα διοικητικά βάρη, η άκαμπτη γραφειοκρατία, η μη διαβαθμισμένη καταγραφή ακίνητης περιουσίας και το μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον.

Τι χρειάζεται να γίνει;

Η ίδια η Ελλάδα χρειάζεται να βρει τη δική της λύση με μία ισχυρή ομάδα για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό που μπορεί να βοηθήσει τη χώρα να χαράξει το δικό της δρόμο μεταρρυθμίσεων και δομικών αλλαγών. Η δομική μεταρρύθμιση δεν σηματοδοτεί απλά γρήγορες ή βεβιασμένες ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό που πρέπει να σηματοδοτεί είναι βιώσιμη ανάπτυξη διαμέσου μιας ροής καινοτομίας και τεχνολογίας ώστε η χώρα να μπορέσει να προωθήσει κυρίως τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και όχι οικονομικές «φούσκες».

Την ίδια στιγμή που οι Έλληνες πρέπει να κάνουν περισσότερα στο εσωτερικό για να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, το modus operandi του ΔΝΤ πρέπει επίσης να αλλάξει και να επιστρέψει στη βασική του αρχή, έτσι ώστε η Ελλάδα να μη γίνει μία ακόμη εθισμένη στα δάνεια χώρα, αλλά μία ιστορία οικονομικής επιτυχίας.