Άρθρο της Έλενας Παναρίτη στο περιοδικό “Reporter”

ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…

Ο απολογισμός της φετινής χρονιάς γίνεται σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, καθώς η Ελλάδα διέρχεται τον τέταρτο χρόνο της σοβαρότερης οικονομικής ύφεσης της Μεταπολίτευσης και μιας αυστηρότατης δημοσιοοικονομικής προσαρμογής, που έχουν τεράστιες επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό της χώρας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι πολίτες δείχνουν ιδιαίτερα απαισιόδοξοι με την προοπτική εξόδου από την κρίση ενώ η ανασφάλεια και ο φόβος κυριαρχούν στο πώς αντιμετωπίζουν το μέλλον. Πολλοί είναι, μάλιστα, αυτοί που αποφάσισαν ν’ αναζητήσουν καλύτερο μέλλον στο εξωτερικό.

Η αύξηση της «ατυπικότητας» και της αδήλωτης εργασίας, η ανεργία, οι περικοπές μισθών και συντάξεων, το κλείσιμο επιχειρήσεων, ο φόβος απολύσεων στο Δημόσιο, η ανακοίνωση νέων ελλειμμάτων και η επιβολή νέων φόρων είναι μερικές από τις σοβαρές αιτίες που δημιουργούν και συντηρούν αυτό το κλίμα ανασφάλειας. Θα ήθελα όμως να προσθέσω και μία ακόμη αιτία που αποτελεί τον πυρήνα των παραπάνω προβλημάτων, και αυτή είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα καθώς και η αντίληψη περί πολιτικής που κυριάρχησε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Η μη επαρκής διάγνωση του προβλήματος της κρίσης και η ανεπαρκής σωστή επικοινωνία της ενέτεινε τη συγκεκαλυμμένη, μέχρι τότε, έλλειψη εμπιστοσύνης.

Η διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας στηρίζεται σε «παραδοσιακές» σχέσεις του 19ου αιώνα, που φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό κυριαρχούσαν στην ανάδειξη των πολιτικών ελίτ και των κομμάτων εξουσίας.

Ο παραδοσιακός χαρακτήρας διακρίνεται επίσης στον ρόλο που έχουν ορισμένες απαγορευμένες λέξεις-ταμπού, όπως «αποκρατικοποίηση» και «Αγορά» τις οποίες, όποιος τολμούσε να τις εκστομίσει, τον κατέτασσαν αυτομάτως ως «νεοφιλελεύθερο».

Παραδοσιακά, η πολιτική στηρίχθηκε λιγότερο στη διάγνωση, παρουσίαση, συζήτηση και επίλυση των προβλημάτων και αιτημάτων που προβάλλονταν από τους πολίτες και περισσότερο σε ένα σύστημα ανταλλαγών, το οποίο συνδεόταν και με την υπόσχεση για αλλαγή που το κάθε κόμμα ευαγγελιζόταν πως θα πραγματοποιήσει κατά την περίοδο της δικής του διακυβέρνησης. Η πολιτική απέκτησε μια σχεδόν «μαγική διάσταση» καθώς θεωρήθηκε ότι η ικανοποίηση των διαφορετικών ατομικών επιδιώξεων ήταν δυνατή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι θεσμοί και οι νόμοι, που στόχο έχουν να ισορροπήσουν μεταξύ των διαφορετικών επιδιώξεων και αιτημάτων.

Τα κόμματα προσέφεραν στους πολίτες την προοπτική της αλλαγής που θα διόρθωνε όποια προβλήματα είχε κληρονομήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, χωρίς ιδιαίτερα χειροπιαστές δεσμεύσεις. Με τον τρόπο αυτό συνεχίστηκε η εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία για ολόκληρη την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Ταυτόχρονα, η συντήρηση αυτής της προοπτικής είχε ως αποτέλεσμα βραχύβιες κυβερνήσεις, που μετά από δύο χρόνια διακυβέρνησης οδηγούνταν σε άτυπη προεκλογική περίοδο και σπανίως εξαντλούσαν τον κοινοβουλευτικό τους βίο, αλλά αντιθέτως κατέφευγαν σε πρόωρες εκλογές.

Η παραπάνω αδυναμία του πολιτικού συστήματος να λειτουργήσει «συστηματικά», καθώς και να σχεδιάσει και να εφαρμόσει λύσεις στα προβλήματα της χώρας, συνδέθηκε και με έναν μεταφυσικό μανδύα περί «ελληνικότητας», η οποία δήθεν δεν επέτρεπε καμία ορθολογική παρέμβαση και αλλαγή. Κάθε προσπάθεια θεσμικών αλλαγών, αλλαγών κινήτρων συμπεριφοράς, αλλά και η νομοθετική πρωτοβουλία σε σημαντικά ζητήματα παρουσιάζονταν εκ προοιμίου ως αποτυχημένη με την επίκληση του αφηρημένου -μεταφυσικού- επιχειρήματος: «εδώ είναι Ελλάδα» και «αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα». Η επίφαση της αδυναμίας αλλαγής λειτουργεί μέχρι και τώρα ως άλλοθι του πολιτικού συστήματος, προκειμένου να συνεχίσει στον ίδιο εύκολο δρόμο, αγνοώντας τη σημασία των δομικών μεταρρυθμίσεων στην Οικονομία, την τήρηση των προϋπολογισμών και τις δομικές αλλαγές στη δημόσια Διοίκηση. Σήμερα, δύο χρόνια μετά τη βαθύτερη και πιο παρατεταμένη κρίση που διανύει η χώρα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί κάποιος να αποτιμήσει τις θετικές της πλευρές. Για παράδειγμα, έχει αλλάξει ο τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς των πολιτών και των πολιτικών. Υπάρχει επίσης μεγαλύτερη συνειδητοποίηση ότι δεν υφίστανται ντόπιες, αλλά διεθνείς πολιτικές αποφάσεις. Και αυτό επειδή ζούμε σε μια αλληλένδετη, παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και Οικονομία. Οι πολίτες έχουν πλέον λιγότερη ανοχή στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα του 19ου αιώνα. Ζητούν απτά αποτελέσματα. Ζητούν αποτελεσματικότητα στην παροχή υπηρεσιών (π.χ. υγείας, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης, περιβάλλοντος, στο σύστημα ασφάλισης) και ταυτόχρονα έχει αλλάξει ριζικά η προσδοκία για το γνωστό «βόλεμα στο Δημόσιο». Οι πολίτες τίθενται στο επίκεντρο της πολιτικής δράσης.

Η πολιτικοποίηση αυτών των ζητημάτων διαμορφώνει και αυτό που θα αποκαλούσα «πολιτικό του 2ΐου αιώνα», ο οποίος διαφοροποιείται από το μοντέλο του 19ου αιώνα που κυριαρχεί μέχρι και σήμερα στην Ελλάδα. Πρόκειται για τον πολιτικό, ο οποίος συνδυάζει την ισχυρή πολιτική βούληση με τη διάθεση για παραγωγή έργου αλλά και την τεχνογνωσία που θα του επιτρέψει να επιτύχει συγκεκριμένα αποτελέσματα, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του κόσμου. Ο πολιτικός δεν αρκεί για να προσφέρει κάποια προοπτική αλλαγής (αορίστως) ή και ικανοποίησης προσωπικών αιτημάτων, αλλά καλείται να καταθέσει μεταρρυθμίσεις και να αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί τους διαθέσιμους πόρους για να επιτύχει τους στόχους του. Όσοι αντιστέκονται στο ζητούμενο των πολιτών, δηλαδή ενός πολιτικού του 2ΐου αιώνα, νομίζω πως θα είναι οι μεγάλοι χαμένοι. Η κρίση που βιώνει σήμερα η πατρίδα μας, απαιτεί από εμάς να κατανοήσουμε προσεκτικά το περιεχόμενό της και τις πιθανές λύσεις που θα επαναφέρουν τη χώρα στην αξιοπιστία της. Παρόλο που κατά τη διάρκεια των δύο αυτών ετών έχουν συντελεστεί αρκετές βαθιές μεταρρυθμίσεις (περισσότερες απ’ όσες θα είχαν ποτέ ονειρευτεί άλλες χώρες της Ευρώπης), έχουν περιοριστεί κυρίως στο νομοθετικό πλαίσιο. Η βαρύτητα της κρίσης επικοινωνήθηκε με φόβο και αρκετές παλινδρομήσεις, απομακρύνοντας και παγώνοντας τη σχέση μας με τους πολίτες, αντί να κερδηθεί η εμπιστοσύνη ότι μόνο αυτό το κυβερνητικό σχήμα θα ήταν η λύση για την έξοδο από τη κρίση.

Είναι σημαντικό, επίσης, να σημειωθεί, πως όταν δίνεται η αίσθηση ότι μια τέτοια κρίση αντιμετωπίζεται με σχετική αστάθεια, δημιουργούνται πολλά κενά στα όποια φωλιάζουν όλων των ειδών τα αντιδραστικά συμφέροντα και μπορούν να εκτροχιάσουν εύκολα όλες τις καλές προσπάθειες μια σωστής μεταρρύθμισης. Γι’ αυτό οι επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις είναι αυτές που δεν μπορούν να ανατραπούν: διότι έχουν από την πρώτη στιγμή πιάσει έδαφος και έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού. Δυστυχώς, αυτού του είδους οι μεταρρυθμίσεις δεν δρομολογήθηκαν με αυτό τον τρόπο. Ίσως λόγω της πολυφωνίας στην τελική διάγνωση και βαθύτητα της κρίσης.

Συνοψίζοντας, η κρίση είναι δομική και όχι απλώς κρίση ρευστότητας. Η σωστή διαχείρισή της απαιτεί όρεξη για μεταρρύθμιση σε όλα τα επίπεδα, και όχι μόνο από τον πρωθυπουργό. Χρειάζεται ισχυρή ομάδα μεταρρύθμισης, η οποία δεν θα παλινδρομεί και θα εφαρμόσει το δεκαετές οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της χώρας.

Απαραίτητο είναι επίσης ένα μείγμα δομικών αλλαγών με μετρήσιμα αποτελέσματα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, μια ειλικρινής απόδοση της πραγματικότητας στους πολίτες, όσο δύσκολη κι αν είναι. Με αυτή τη συνταγή -και μόνο με αυτή- μπορεί η διεθνής παρέμβαση χρηματοδότησης (όπως του Δ.Ν.Τ. ή άλλων) να είναι αποδοτική. Γιατί, επιτέλους, μόνο έτσι ενσωματώνεται η ελληνική πραγματικότητα στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Το Δ.Ν.Τ. δεν είναι γνωστό για την αναπτυξιακή του ικανότητα, παρά μόνο για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και πειθαρχία που προσφέρει, η οποία όμως χωρίς σωστές δομές, είναι βραχυπρόθεσμη.

Στην Ελλάδα, λοιπόν, χρειάζονται αυστηρές μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν τη δομή της Οικονομίας και θα αντιμετωπίσουν τη γιγάντωση της παραοικονομίας και των μεγεθών της άτυπης οικονομικής δραστηριότητας, η οποία εάν ενσωματωθεί στην επίσημη, θα συμβάλλει στην ανάπτυξή της. Μόνο με συγκεκριμένους στόχους και αποτελέσματα θα οδηγηθούμε στην αμφίδρομη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και του κράτους.

Η έξοδος της χώρας από την κρίση απαιτεί ταύτιση μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Όπως ανέφερα προηγουμένως, σήμερα βιώνουμε την τεράστια απόσταση μεταξύ της πολιτικής ελίτ που λαμβάνει τις αποφάσεις και των πολιτών που καλούνται να σηκώσουν το βάρος αυτών των αποφάσεων. Η συνεχής παραγωγή νέου νομοθετικού έργου, χωρίς να έχει προηγηθεί η μελέτη και η διόρθωση του υπάρχοντος, οδηγεί σε ασφυξία την επίσημη ελληνική οικονομική δραστηριότητα και ενισχύει τις διάφορες μορφές παραοικονομίας. Προκειμένου να έχουμε μια ελπίδα για το μέλλον, χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, που συμπεριλαμβάνει και νέα αντίληψη για την πολιτική και τους πολιτικούς. Μια αντίληψη προσαρμοσμένη στις προκλήσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.